ἀρχογλυπτάδης

ἀρχογλυπτάδης
ἀρχο-γλυπτάδης, ου, ,
A son of a place-hunter, Com.Adesp. 84.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αρχογλυπτάδης — ἀρχογλυπτάδης, ο (Μ) ο αρχολίπαρος* …   Dictionary of Greek

  • ἀρχογλυπτάδης — son of a place hunter masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρχο- — (AM ἀρχο ). [ΕΤΥΜΟΛ. < άρχω. Ο τ. χρησιμεύει ως α συνθετικό σε μικρό σχετικά αριθμό λέξεων της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, των οποίων το β συνθετικό αρχίζει από σύμφωνο, και δηλώνει είτε την έννοια της πρώτης αρχής, του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”